- λογοκριτής
- οαυτός που ασκεί λογοκρισία: Οι λογοκριτές απαγόρευσαν την έκδοση του βιβλίου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λογοκριτής — ο [λογοκρίνω] αυτός που ασκεί λογοκρισία … Dictionary of Greek
λογοκρισία — Η επέμβαση από μέρους της εξουσίας, ώστε να εμποδιστεί ολικά ή μερικά η με οποιονδήποτε τρόπο διάδοση ιδεών και πληροφοριών. Οι απαρχές της λ. στην Ευρώπη τοποθετούνται στην αρχαία Ελλάδα, όπου τα θεατρικά έργα, προτού διδαχθούν, υποβάλλονταν… … Dictionary of Greek
λογοκριτικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λογοκρισία. [ΕΤΥΜΟΛ. < λογοκριτής. Η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. censorial, και μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] … Dictionary of Greek
Γραδενίγος, Αλοΐσιος Αμβρόσιος — (Χανιά 1616 – Βενετία 1680).Λόγιος κληρικός, δάσκαλος και εκδότης. Δεν υπάρχουν πληροφορίες για τα νεανικά του χρόνια. Όταν άρχισε πάντως ο Κρητικός πόλεμος με την απόβαση των Τούρκων στη Κρήτη (1645), ο Γ. ήταν ήδη πρωτοπαπάς των Χανίων και με… … Dictionary of Greek